- ορθοσκελία
- η(ανθρωπολ.-ζωολ.) η κατάσταση τών ειδών, όπως λ.χ. τού ανθρώπου, τα οποία έχουν τα κάτω άκρα ορθά, λόγω τής μετάθεσης τού φορτίου τού σώματος από τα τέσσερα σημεία στήριξης μόνο σε δύο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)-* + σκέλος (πρβλ. μακρο-σκελία)].
Dictionary of Greek. 2013.